- πλαστογραφικός
- [пласгографикос] επ поддельный, подложный, фальсифицированный.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
πλαστογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πλαστογράφο ή στην πλαστογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek